Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ φρύγανα

См. также в других словарях:

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

  • ερεικώνες — Χαρακτηριστικές θαμνώδεις διαπλάσεις, τυπικές σε μερικές άγονες και ακαλλιέργητες εκτάσεις και σε παρόχθια πεδινά εδάφη (π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία, στη βόρεια Γαλλία, στη βόρεια Ιταλία, στην Αυστραλία), στα οποία επικρατούν χαμηλά και πυκνά… …   Dictionary of Greek

  • βερβένα — (verbena). Γένος φυτών της οικογένειας των βερβενιδών, το οποίο περιλαμβάνει μονοετείς ή πολυετείς πόες και φρύγανα. Πρόκειται για περίπου 100 είδη, ιθαγενή της τροπικής και υποτροπικής Αμερικής. Έχουν φύλλα αντίθετα, οδοντωτά και μικρά άνθη σε… …   Dictionary of Greek

  • σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • σύμψημα — τὸ, Α [συμψάω] (κατά τον Ησύχ.) α) σκουπίδι β) «συρματίς στρατιὰ ἢ τὰ συμψήματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» γ) στον πληθ. τὰ συμψήματα αποξέσματα …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

  • φρύγανο — το / φρύγανον, ΝΜΑ συν. στον πληθ. τα φρύγανα α) ξερά κλαδιά ή ξεροί μικροί θάμνοι, κατάλληλα για το άναμμα φωτιάς (α. «μάζεψε μια αγκαλιά φρύγανα» β. «φρύγανα συλλέγοντες ὡς ἐπὶ πῡρ», Ξεν.) β) (βιογεωγρ.) περιληπτική ονομασία πολύ ξηρόμορφων… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»